- ἀκολουθητέον
- ἀκολουθ-ητέον,A one must follow, abs., X.Oec.21.7;
τῷλόγῳ Pl.R.400d
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῷλόγῳ Pl.R.400d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκολουθητέον — one must follow masc acc sg ἀκολουθητέον one must follow neut nom/voc/acc sg ἀκολουθητέος masc/fem acc sg ἀκολουθητέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμποιώ — ( έω) (AM ἐμποιῶ) 1. προξενώ, παράγω, επιφέρω, ενσπείρω, εμφυσώ 2. (για ψυχικές καταστάσεις) εμβάλλω, κάνω να γεννηθεί, προκαλώ, δημιουργώ («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», Ξεν.) αρχ. 1. κατασκευάζω μέσα σε κάτι («ἐν τοῑς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν … Dictionary of Greek